πικραινω

πικραινω
    πικραίνω
    1) делать горьким, pass. становиться горьким
    

(ἐπικράνθησαν τὰ ὕδατα NT.)

    2) раздражать, pass. раздражаться, ожесточаться Plat., Dem. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πικραινω" в других словарях:

  • πικραίνω — πικραίνω, πίκρανα βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πικραίνω — make sharp pres subj act 1st sg πικραίνω make sharp pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) …   Dictionary of Greek

  • πικραίνω — πίκρανα, πικράθηκα, πικραμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να είναι πικρό: Το πίκρανες το λικέρ με το πικραμύγδαλο που έβαλες. 2. μτφ., λυπώ, δυσαρεστώ κάποιον: Τα παιδιά πολλές φορές πικραίνουν αδικαιολόγητα τους γονείς. 3. αμτβ., γίνομαι πικρός: Κάηκε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικραίνεσθε — πικραίνω make sharp pres imperat mp 2nd pl πικραίνω make sharp pres ind mp 2nd pl πικραίνω make sharp imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραινομένων — πικραίνω make sharp pres part mp fem gen pl πικραίνω make sharp pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραινόμενον — πικραίνω make sharp pres part mp masc acc sg πικραίνω make sharp pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραινόντων — πικραίνω make sharp pres part act masc/neut gen pl πικραίνω make sharp pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρανεῖ — πικραίνω make sharp fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) πικραίνω make sharp fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρανοῦσι — πικραίνω make sharp fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) πικραίνω make sharp fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραίνει — πικραίνω make sharp pres ind mp 2nd sg πικραίνω make sharp pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»